- τύν
- Ατ. τής αντων. σύ*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
AHORI — Graecis Α῎ωροι, iuvenes dicti sunt, quos ante tempus mors im matura rapit, ut fructus qui acerbi adhuc et immites avelluntur. Babrius, Τὸν Ι῎τυν ἄωρον ενπεσόντα τῆς ζωῆς. Aliter πρόωροι, quod πρὸ ὥρας obeant; cum πρὸ μοίρας dicantur θανεῖν, qui… … Hofmann J. Lexicon universale
ALAZIA — oppidi nomen. Strabo l. 12. Apud quem sic Hecataeus: Ε᾿πὶ δ᾿ Α᾿λαζία πόλει ποταμὸς ὁ Π῾ῦμος ῥέων διὰ Μυγδόνης πεςίου ἀπὸ δύσεως εν τῆς Δατκυλίτιδος ἐς Π῾υνδ`ακὸν ἐσβαλλει, ἔρνμον δἐ εἴναι νῦν τῦν Α᾿λαζίαν λέγει. Nic. Lloidius … Hofmann J. Lexicon universale
CEPOBOTRAS vel CEPROBOTAS — CEPOBOTRAS, vel CEPROBOTAS Graece Κηπροβότης, Rex Muziris, tempore Plinii, l. 6. c. 23. et Auxtoris Peripli, quorum hic, Η῾ δὲ Μούζιρις, inquit, βαςιλείας μὲν τῆς αὐτῆς, ἀκμἀζουςα δὲ τοῖς πλοίοις. Et ante, Βαςιλείας μέν ἐςτι ἡ μὲν Τυν´δις… … Hofmann J. Lexicon universale
Τυνδαρίδης — και δωρ. τ. Τυνδαρίδας, ὁ, και θηλ. τ. πατρων. Τυνδαρίς, ίδος, Α 1. το τέκνο τού Τυνδάρεω 2. στον πληθ. οἱ Τυνδαρίδαι τα παιδιά τού μυθικού αυτού βασιλιά, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης 3. το θηλ. α) η κόρη του ίδιου βασιλιά, η Ελένη β) πόλη τής… … Dictionary of Greek
κλιτύν — κλῑτύν , κλιτύς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)